πολύξερος

πολύξερος
η , ο 1. (чаще ирон. ) много знающий, всезнающий;

μας κάνει τον πολύξερο — он считает себя всезнающим;

2. (ο ) всезнайка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πολύξερος" в других словарях:

  • πολύξερος — η, ο, Ν (με ειρων. σημ.) αυτός που ξέρει πολλά ή ο πολυμήχανος (α. «μάς κάνει τον πολύξερο» β. «το πολύξερο πουλί απ την ουρά πιάνεται», παροιμ. φρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ξέρω + κατάλ. ος] …   Dictionary of Greek

  • πολύξερος — η, ο αυτός που ξέρει πολλά, ο πολυμαθής, ο πολύπειρος, ο πολυμήχανος: Το πολύξερο πουλί από τη μύτη πιάνεται (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άμπακας — και ακος ο πίνακας, πλάκα. Σε μερικές φράσεις χρησιμοποιείται για να δηλώσει πλησμονή, πληθώρα πρβλ. «ξέρει τον άμπακα», είναι πολύξερος «τρώει τον άμπακα» είναι πολυφαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. abbaco «βιβλίο αριθμητικής» < λατ. abacus… …   Dictionary of Greek

  • πολυΐστωρ — ο, η, ΝΑ 1. πολυμαθής, πολύξερος («ὁ δὲ ποιητής πολύφωνός τις ὥν καὶ πολυΐστωρ», Στράβ.) νεοελλ. (για συγγραφέα) α) αυτός που γράφει για πολλά και ποικίλα θέματα β) αυτός που ασχολείται με διάφορα είδη τού γραπτού λόγου αρχ. (για πράγμα) αυτός… …   Dictionary of Greek

  • πολυειδήμων — ον, Α αυτός που γνωρίζει πολλά, πολυμαθής, πολύξερος («πολυειδήμονά τινα καὶ πολυμαθῆ βούλεται εἶναι τὸν γραμματικόν», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + εἰδήμων (< οἶδα «γνωρίζω»), πρβλ. παντ ειδήμων] …   Dictionary of Greek

  • τετραπέρατος — η, ο / τετραπέρατος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. ευφυέστατος, πανέξυπνος μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετραπέρατα τα τέσσερα πέρατα τού κόσμου μσν. αρχ. αυτός που έχει τέσσερα πέρατα («προνοητοῡ πάσης τῆς τετραπεράτου... κτίσεως», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • πολυμαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που ξέρει πολλά, πολύξερος, σοφός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολύπειρος — η, ο αυτός που έχει πολλή πείρα, που ξέρει πολλά, πολύξερος, συνετός, φρόνιμος: Ο ομηρικός Οδυσσέας ήταν πολύπειρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολύτροπος — η, ο πολυμήχανος, πολύξερος, πολύπραγος, έξυπνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωστήρας — ο μτφ., σοφός, πολύξερος, πλούσιος σε γνώσεις: Είναι φωστήρας στα μαθηματικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»